Bo στα ελληνικά

Μετάφραση: bo, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μένω, διαμένω, ζωντανός, κατοικώ, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Bo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • blæst στα ελληνικά - τρικυμία, άνεμος, άνεμο, αιολική, αιολικής, του ανέμου
  • blød στα ελληνικά - μαλακός, ανίσχυρος, αδύναμος, μαλακό, μαλακή, μαλακά, μαλακών
  • bog στα ελληνικά - ποσότητα, καπαρώνω, φωνή, βιβλιάριο, βιβλίο, όγκος, βιβλίου, ...
  • boghandel στα ελληνικά - βιβλιοπωλείο, βιβλιοπωλείου, βιβλιοπωλείων, βιβλιοπωλεια, το βιβλιοπωλείο
Τυχαίες λέξεις
Bo στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μένω, διαμένω, ζωντανός, κατοικώ, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει