Μένω στα δανικά
Μετάφραση: μένω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ophold, bo, blive, forblive, holde
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μένω
μένω demy, μένω ενεός, μένω δένω πλένω, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω λεξικό γλώσσας δανικά, μένω στα δανικά
Μεταφράσεις
- μέμψη στα δανικά - Semerkhet
- μέντα στα δανικά - mynte, mint, hel, mintgrøn, præge
- μέρα στα δανικά - dag, dagen, dages, dagene
- μέριμνα στα δανικά - bekymring, vedrører, interesse, problem
Τυχαίες λέξεις
Μένω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ophold, bo, blive, forblive, holde
Μεταφράσεις: ophold, bo, blive, forblive, holde