Κατοικώ στα δανικά

Μετάφραση: κατοικώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bo, leve, lever, bor, levende
Κατοικώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικώ

κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ λεξικό γλώσσας δανικά, κατοικώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατοικίδιος στα δανικά - tamme, domesticerede, domesticeret, husdyr, tæmmet
  • κατοικημένος στα δανικά - boligområder, bolig, beboelsesområde, boligområde, beboelse
  • κατολίσθηση στα δανικά - glidende, glide, skubbe, glider, at skubbe
  • κατορθώνω στα δανικά - nå, sætte over, læg over, trække ned over, at sætte over, der anbringes over
Τυχαίες λέξεις
Κατοικώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bo, leve, lever, bor, levende