Dø στα ελληνικά

Μετάφραση: dø, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήγω, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, πεθάνουν
Dø στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dæmning στα ελληνικά - τάφρος, ανάχωμα, φραγμός, φράγμα, φράγματος, dam, του φράγματος, ...
  • dæmon στα ελληνικά - δαίμονας, τελώνιο, διάβολος, δαίμονα, δαιμόνιο, δαιμόνων, demon
  • død στα ελληνικά - νεκρός, πεθαμένος, θάνατος, θάνατο, θανάτου, το θάνατο, θάνατό
  • dødelig στα ελληνικά - πρόσωπο, άνθρωπος, άτομο, θανάσιμος, ατομικός, θνητός, θανατηφόρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Dø στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήγω, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, πεθάνουν