Den στα ελληνικά
Μετάφραση: den, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
που, εκείνος, αυτή, αυτός, αυτό, ο, η, το, την, της
Μεταφράσεις
- demografi στα ελληνικά - Δημογραφικά, Δημογραφικά στοιχεία, Demographics, Δημογραφία, τα δημογραφικά στοιχεία
- demokrati στα ελληνικά - δημοκρατία, δημοκρατίας, της δημοκρατίας, τη δημοκρατία, η δημοκρατία
- denne στα ελληνικά - αυτή, αυτός, αυτό, Αυτό το, αυτή η
- dens στα ελληνικά - του, της, τους
Τυχαίες λέξεις
Den στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: που, εκείνος, αυτή, αυτός, αυτό, ο, η, το, την, της
Μεταφράσεις: που, εκείνος, αυτή, αυτός, αυτό, ο, η, το, την, της