Element στα ελληνικά
Μετάφραση: element, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιχείο, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elektron στα ελληνικά - ηλεκτρόνιο, ηλεκτρονίων, ηλεκτρονίου, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονική
- elektronik στα ελληνικά - ηλεκτρονική, Ηλεκτρονικά, Electronics, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονικών ειδών
- elendighed στα ελληνικά - δυστυχία, μιζέρια, αθλιότητα, δυστυχίας, τη δυστυχία
- elev στα ελληνικά - φοιτήτρια, μαθητής, μαθήτρια, φοιτητής, σπουδαστής, μαθητή, φοιτητή, ...
Τυχαίες λέξεις
Element στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιχείο, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο
Μεταφράσεις: στοιχείο, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο