Λέξη: στερέωση

Σχετικές λέξεις: στερέωση

στερέωση σε γυψοσανίδα, στερέωση τεχνικό γραφείο

Συνώνυμα: στερέωση

στερέωμα, πρόσδεση, δέσιμο, πιάσιμο

Μεταφράσεις: στερέωση

στερέωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fixing, fastening, fixation, securing, mounting

στερέωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fijación, la fijación, de fijación, fijación de, fijación del

στερέωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befestigend, einspannend, fixierend, reparatur, anbindend, ausbesserung, Fixierung, Befestigungs, Fixierungs, Befestigung, Fixations

στερέωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
serrure, attache, fermeture, château, réparation, fortification, fixant, fixation, liage, dépannage, fermoir, la fixation, de fixation, fixation de, fixation du

στερέωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fissazione, fissaggio, di fissazione, la fissazione, di fissaggio

στερέωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fixação, de fixação, a fixação, fixação de, fixação do

στερέωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reparatie, bevestiging, vastlegging, fixatie, fixeren, de fixatie

στερέωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скрепление, закрепление, крепление, связывание, запирание, замыкание, прикрепление, причал, застежка, фиксация, фиксации, фиксацию

στερέωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fiksering, feste, fikserings, festing

στερέωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fixering, fixerings, fixeringen, fixation

στερέωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korjaus, määritys, korjaustyö, kiinnittäminen, fiksaatio, kiinnitys, tallennuksen, sitoutumistesti

στερέωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fiksering, optagelse, fastgørelse, optagelsen, fikseringen

στερέωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stanovení, fixace, zámek, fixační, upevnění, fixaci, fixačním

στερέωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utwierdzanie, zamek, pasek, zapadka, połączenie, złącze, sznur, mocowanie, przybijanie, przymocowanie, zatrzask, zapięcie, klamra, utrwalenie, fiksacja, utrwalenia, obowiązywania stałej

στερέωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zár, leszorítás, gombolás, fixálás, fixáló, rögzítés, rögzítése, kamatrögzítés, rögzítését, rögzítésének

στερέωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
onarım, tamir, tespit, fiksasyon, sabitleme, fiksasyonu, tespiti

στερέωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
запирання, скріплювання, обробка, замикання, фіксація

στερέωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fiksim, fiksimi, fiksimit, mani, fiksimit të

στερέωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
установка, фиксиране, фиксиране на, фиксация, фиксиране на лихвения, закрепване

στερέωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фіксацыя, крымінагеннай

στερέωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kordategemine, kinniti, kohitsemine, kinnitamine, fikseerimine, sidumise, fikseerimise, salvestuse, fikseerimiseks

στερέωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vezanje, popravljajući, popravljanja, uklještenje, fiksacija, fiksiranje, fiksacije, fixation, fiksaciju

στερέωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
upptaka, festing, magnaðarbindingarprófi, magnaðarbindingarprófi sem

στερέωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
remontas, fiksavimas, fiksavimo, Patenkinimas burna, fiksacijos, įrašas

στερέωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
labošana, remonts, nostiprināšana, noteikšana, fiksācija, fiksācijas, fiksāciju

στερέωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фиксација, фиксирање, фиксацијата, фиксирањето, врзувањето

στερέωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fixare, fixarea, de fixare, fixă, fixare a

στερέωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fiksacija, posnetek, fiksiranje, pritrdilni, vezanja

στερέωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pripevnení, stanovení, pripevňovaní, fixácia, fixácie
Τυχαίες λέξεις