Erhvervelse στα ελληνικά
Μετάφραση: erhvervelse, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόκτηση, απόκτημα, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- epoke στα ελληνικά - ηλικία, εποχή, Era, εποχής, Ήρα, εποχή της
- erfaring στα ελληνικά - εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
- erindring στα ελληνικά - μνήμη, ανάμνηση, θυμάται, αναπόληση, αναμνήσεις, ανάμνησή
- erkende στα ελληνικά - αναγνωρίζω, διαβλέπω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν
Τυχαίες λέξεις
Erhvervelse στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόκτηση, απόκτημα, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς
Μεταφράσεις: απόκτηση, απόκτημα, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς