Απόκτηση στα δανικά
Μετάφραση: απόκτηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
erhvervelse, køb, erhvervelsen, købet, overtagelse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απόκτηση
απόκτηση πτυχίου ραδιοερασιτέχνη, απόκτηση ελληνικής υπηκοότητας, απόκτηση isbn, απόκτηση αμκα, απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας λόγω γάμου, απόκτηση λεξικό γλώσσας δανικά, απόκτηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- απόκρυψη στα δανικά - fortielse, hemmeligholdelse, skjule, sløring, at skjule
- απόκτημα στα δανικά - erhvervelse, køb, erhvervelsen, købet, overtagelse
- απόλαυση στα δανικά - glæde, fornøjelse, fryd, delight
- απόλυση στα δανικά - afskedigelse, afskedigelsen, opsigelse, afskedigelser
Τυχαίες λέξεις
Απόκτηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: erhvervelse, køb, erhvervelsen, købet, overtagelse
Μεταφράσεις: erhvervelse, køb, erhvervelsen, købet, overtagelse