Flyvning στα ελληνικά

Μετάφραση: flyvning, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιπτάμενος, φυγή, πτήση, πτήσης, πτήσεων, της πτήσης, την πτήση
Flyvning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • flyve στα ελληνικά - πετώ, μύγα, πετούν, πετάξει, εισητήριο, εισητήριο για
  • flyvemaskine στα ελληνικά - αεροπλάνο, αεροσκάφος, πλάνη, στάθμη, επίπεδο, ροκάνι, αεροπλάνου, ...
  • flåde στα ελληνικά - νηοπομπή, στόλος, στόλου, στόλο, του στόλου, στόλων
  • fløde στα ελληνικά - κρέμα, κρέμας, κρέμα γάλακτος, κρέμας γάλακτος, κρεμ
Τυχαίες λέξεις
Flyvning στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιπτάμενος, φυγή, πτήση, πτήσης, πτήσεων, της πτήσης, την πτήση