Forbrug στα ελληνικά
Μετάφραση: forbrug, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δαπάνη, φθίση, κατανάλωση, δαπάνες, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Μεταφράσεις
- forbindelse στα ελληνικά - σχέση, ανταπόκριση, σύνδεση, σύνδεσης, πλαίσιο, σχετικά
- forblive στα ελληνικά - μένω, παραμένω, παραμένουν, παραμένει, εξακολουθούν να, εξακολουθούν, παραμείνει
- forbruger στα ελληνικά - καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
- forbrydelse στα ελληνικά - έγκλημα, προσβολή, αδίκημα, παράβαση, εγκλήματος, εγκληματικότητας, του εγκλήματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Forbrug στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δαπάνη, φθίση, κατανάλωση, δαπάνες, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Μεταφράσεις: δαπάνη, φθίση, κατανάλωση, δαπάνες, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από