Κατανάλωση στα δανικά

Μετάφραση: κατανάλωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbrug, tuberkulose, forbruget, konsum, indtagelse
Κατανάλωση στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατανάλωση

κατανάλωση v strom 650, κατανάλωση αντωνυμο, κατανάλωση κρέατος, κατανάλωση νερού ανά κάτοικο, κατανάλωση νερού, κατανάλωση λεξικό γλώσσας δανικά, κατανάλωση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καταμερισμός στα δανικά - fordeling, fordelingen, fordelingsnøgle, opdeling, forholdsmæssig beregning
  • καταμετρώ στα δανικά - admeasure
  • κατανέμω στα δανικά - ration, foderration, rationen
  • καταναλωτής στα δανικά - forbruger, forbrugeren, forbrugerne, forbrugernes, forbrugerens
Τυχαίες λέξεις
Κατανάλωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forbrug, tuberkulose, forbruget, konsum, indtagelse