Frisør στα ελληνικά
Μετάφραση: frisør, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κομμώτρια, κουρέας, κομμωτής, κομμωτικής, κομμώσεις, κομμωτική, κομμωτηρίου, κομμωτών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- frisk στα ελληνικά - ζωντανός, πρόσφατος, δροσερός, φρέσκος, νωπός, φρέσκο, φρέσκα, ...
- fristed στα ελληνικά - καταφύγιο, ασυλία, άσυλο, ιερό, ιερού, αγιαστήριο, άδυτο
- frivillig στα ελληνικά - εθελοντικός, εθελοντική, εθελοντικές, εθελοντικής, εθελοντικών
- frokost στα ελληνικά - μεσημεριανό, μεσημεριανό γεύμα, γεύμα, το μεσημεριανό γεύμα, το γεύμα
Τυχαίες λέξεις
Frisør στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κομμώτρια, κουρέας, κομμωτής, κομμωτικής, κομμώσεις, κομμωτική, κομμωτηρίου, κομμωτών
Μεταφράσεις: κομμώτρια, κουρέας, κομμωτής, κομμωτικής, κομμώσεις, κομμωτική, κομμωτηρίου, κομμωτών