Κουρέας στα δανικά
Μετάφραση: κουρέας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
frisør, barber, Barber-, Frisør-, Frisør
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρέας
κουρέας της σεβίλλης αναστασιάδης, κουρέας ανδρέας, κουρέας ονειροκρίτης, κουρέας της σεβίλλης κέρκυρα, κουρέας νικόλαος, κουρέας λεξικό γλώσσας δανικά, κουρέας στα δανικά
Μεταφράσεις
- κουπόνι στα δανικά - tegn, kupon, kuponen, kuponrente, rente
- κουράζω στα δανικά - tucker, maler, i Tucker, af Tucker
- κουρέλι στα δανικά - lap, pjalt, klud, rag, højspændingsforsyningsnettet, retningslinjerne for regionalstøtte
- κουρασμένος στα δανικά - træt, trætte
Τυχαίες λέξεις
Κουρέας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: frisør, barber, Barber-, Frisør-, Frisør
Μεταφράσεις: frisør, barber, Barber-, Frisør-, Frisør