Gidsel στα ελληνικά
Μετάφραση: gidsel, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όμηρος, όμηρο, όμηροι, ομήρους, ομηρία
![Gidsel στα ελληνικά Gidsel στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-dk-gr-1399.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gerrig στα ελληνικά - λαίμαργος, παραδόπιστος, φιλάργυρος, άπληστος, άπληστοι, άπληστο, φιλοχρήματος, ...
- gevær στα ελληνικά - πιστόλι, όπλο, καραμπίνα, τουφέκι, τυφέκιο, το όπλο, όπλου
- gift στα ελληνικά - παντρεμένη, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
- giftig στα ελληνικά - δηλητηριώδης, τοξικός, τοξικές, τοξικά, τοξικών, τοξικό
Τυχαίες λέξεις
Gidsel στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όμηρος, όμηρο, όμηροι, ομήρους, ομηρία
Μεταφράσεις: όμηρος, όμηρο, όμηροι, ομήρους, ομηρία