Gidsel στα ελληνικά

Μετάφραση: gidsel, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όμηρος, όμηρο, όμηροι, ομήρους, ομηρία
Gidsel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gerrig στα ελληνικά - λαίμαργος, παραδόπιστος, φιλάργυρος, άπληστος, άπληστοι, άπληστο, φιλοχρήματος, ...
  • gevær στα ελληνικά - πιστόλι, όπλο, καραμπίνα, τουφέκι, τυφέκιο, το όπλο, όπλου
  • gift στα ελληνικά - παντρεμένη, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
  • giftig στα ελληνικά - δηλητηριώδης, τοξικός, τοξικές, τοξικά, τοξικών, τοξικό
Τυχαίες λέξεις
Gidsel στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όμηρος, όμηρο, όμηροι, ομήρους, ομηρία