Όμηρος στα δανικά
Μετάφραση: όμηρος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gidsel, gidsler, som gidsel, som gidsler
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όμηρος
όμηρος αθηναίος, όμηρος αβραμίδης, όμηρος ιλιάδα, όμηρος ταχμαζίδης, όμηρος ζουγανέλη, όμηρος λεξικό γλώσσας δανικά, όμηρος στα δανικά
Μεταφράσεις
- όλοι στα δανικά - alle, alt, hele, al, hver
- όλος στα δανικά - alt, alle, hele, al, hver
- όμιλος στα δανικά - gruppering, hold, gruppe, gruppen, koncernen, koncern
- όμοιος στα δανικά - lignende, tilsvarende, samme, ligner, svarer
Τυχαίες λέξεις
Όμηρος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gidsel, gidsler, som gidsel, som gidsler
Μεταφράσεις: gidsel, gidsler, som gidsel, som gidsler