Grov στα ελληνικά
Μετάφραση: grov, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόχειρος, άγριος, χονδροειδής, αγροίκος, σκληρός, δριμύς, τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- grosserer στα ελληνικά - έμπορας, έμπορος, εμπόρου, έμπορο, εμπορικών, εμπορικό
- grotte στα ελληνικά - σπηλιά, σπήλαιο, σπηλαίου, σπηλιάς, το σπήλαιο
- grovsmed στα ελληνικά - σιδηρουργός, σιδεράς, σιδηρουργού, σιδερά, σιδηρουργείο
- grubearbejder στα ελληνικά - ανθρακωρύχος, μεταλλωρύχος, Miner, ανθρακωρύχου, ανθρακωρύχων
Τυχαίες λέξεις
Grov στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόχειρος, άγριος, χονδροειδής, αγροίκος, σκληρός, δριμύς, τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Μεταφράσεις: πρόχειρος, άγριος, χονδροειδής, αγροίκος, σκληρός, δριμύς, τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα