Αγροίκος στα δανικά

Μετάφραση: αγροίκος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
grov, ru, uhøflig, bondsk, bondske, bondeagtige, ubehøvlet
Αγροίκος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγροίκος

αγροίκος λεξικό γλώσσας δανικά, αγροίκος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αγράμματος στα δανικά - analfabeter, analfabet, analfabetisk, er analfabeter
  • αγριοκοιτάζω στα δανικά - blænding, genskin, glare, reflekser, refleks
  • αγροικία στα δανικά - stuehus, bondehus, landejendom, feriebolig på, på landejendom
  • αγροτικός στα δανικά - landdistrikterne, landdistrikter, af landdistrikterne, af landdistrikter, landlige
Τυχαίες λέξεις
Αγροίκος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: grov, ru, uhøflig, bondsk, bondske, bondeagtige, ubehøvlet