Hurtigt στα ελληνικά

Μετάφραση: hurtigt, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γρήγορα, γρήγορος, γοργά, γρήγορη, ταχέως, τη γρήγορη, σύντομα
Hurtigt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hungrig στα ελληνικά - πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα
  • hurtig στα ελληνικά - γοργός, γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχείας
  • hus στα ελληνικά - οίκος, σπίτι, σπιτιού, το σπίτι, κατοικία, οικία
  • husassistent στα ελληνικά - υπηρέτης, υπηρέτρια, οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός
Τυχαίες λέξεις
Hurtigt στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γρήγορα, γρήγορος, γοργά, γρήγορη, ταχέως, τη γρήγορη, σύντομα