I στα ελληνικά
Μετάφραση: i, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάνω, σε, μέσα, άνω, εντός, ανά, κάθε, στο, στην, στη, στον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- høste στα ελληνικά - τρύγος, θερίζω, σοδειά, συγκομιδή, συγκομιδής, τη συγκομιδή, συγκομιδή του, ...
- høvl στα ελληνικά - ροκάνι, επίπεδο, πλάνη, στάθμη, μηχανή πλανίσματος, πλάνης, planer, ...
- iagttagelse στα ελληνικά - παρακολούθηση, πίνακας, παρατηρώ, παρατηρητικότητα, παρατήρηση, παρατήρησης, παρακολούθησης, ...
- ideal στα ελληνικά - υπόδειγμα, ιδανικός, ιδανικό, ιδανική, ιδανικά, ιδανικές
Τυχαίες λέξεις
I στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάνω, σε, μέσα, άνω, εντός, ανά, κάθε, στο, στην, στη, στον
Μεταφράσεις: πάνω, σε, μέσα, άνω, εντός, ανά, κάθε, στο, στην, στη, στον