Άνω στα δανικά
Μετάφραση: άνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
op, ovenfor, øvre, i, oven, over, ovenstående, ovennævnte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνω
άνω τελεία, άνω τελεία word 2010, άνω λιόσια, άνω πεδινά, άνω τελεία στο word, άνω λεξικό γλώσσας δανικά, άνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- άντρας στα δανικά - mand, manden, mennesket, menneske
- άντρο στα δανικά - hule, Cavern, hulen, Grotte
- άξεστος στα δανικά - upoleret, upolerede, afskallet, unpolished, usleben
- άξιος στα δανικά - værdig, værdige, værd, fortjener, værdigt
Τυχαίες λέξεις
Άνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: op, ovenfor, øvre, i, oven, over, ovenstående, ovennævnte
Μεταφράσεις: op, ovenfor, øvre, i, oven, over, ovenstående, ovennævnte