Ανά στα δανικά

Μετάφραση: ανά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
om, på, i, pr, per
Ανά στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανά

ανά τας ρύμας και τας αγυιάς, ανά τον κόσμο, νανά καραγιάννη ξεχάστε αυτή την εικόνα-δείτε το νέο της πρόσωπο, ανά πάσα στιγμή ζαζόπουλος, ανά πάσα στιγμή stixoi, ανά λεξικό γλώσσας δανικά, ανά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αμύνομαι στα δανικά - forsvare, forsvare mig, at forsvare mig, værge mig
  • αν στα δανικά - dersom, hvis, om, såfremt
  • ανάβαση στα δανικά - opstigning, opstigningen, stigning, bestigning, op-
  • ανάβω στα δανικά - lyse, let, belysning, fyr, oplyse, lys, tænde, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: om, på, i, pr, per