Λέξη: ακόνι
Σχετικές λέξεις: ακόνι
ακόνι λαδιού, ακόνι μαχαιριών, το ακόνι
Συνώνυμα: ακόνι
ακονόπετρα, τροχός
Μεταφράσεις: ακόνι
ακόνι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grindstone, hone, a hone
ακόνι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
muela, piedra de amolar, muela de, piedra de afilar, la muela
ακόνι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schleifstein, Schleifstein, Schleifsteins, Schleif
ακόνι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
meule, aiguisoir, la meule, guidon, meules, pierre à aiguiser
ακόνι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
macina, mola, cote, macine, grindstone
ακόνι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mó, rebolo, grindstone, pedra de amolar, esmeril
ακόνι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slijpsteen, grindstone, maalsteen, molensteen, de slijpsteen
ακόνι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
точило, жернов, точильный камень, точильный, точильного камня
ακόνι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slipestein, slipesteinen, Grindstone, slipestenen, slipesten
ακόνι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slipsten, slipstenen, slipstenens, stenen, slipstens
ακόνι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
myllynkivi, hiomakivi, tahko, hiomakiven, hiomakiveä, grindstone
ακόνι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slibesten, Grindstone, slibestenen
ακόνι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
brus, brusný kotouč, Grindstone, brusný kámen, brusný
ακόνι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
osełka, toczak, toczydło, kamień szlifierski, grindstone, toczka, toczek
ακόνι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
malomkő, Grindstone, köszörűkő, szigorúankezelvkit
ακόνι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zımpara taşı, Grindstone, değirmentaşı, sürtmetaş, bileği taşı
ακόνι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жорно, точильний камінь
ακόνι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gur zmeril, grihë, gur mprehës
ακόνι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
точило, точилото, воденичен камък
ακόνι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тачыльны, вастрыльныя, вастрыльны, брусок
ακόνι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veskikivi, käiakivi, käi
ακόνι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žrvanj, tocilo
ακόνι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grindstone
ακόνι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
girna, Tecīla, Grindstone, Toczak, galandimo akmuo
ακόνι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tecīla, galoda
ακόνι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воденичен камен, точило, ракавите
ακόνι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tocilă, Grindstone, gresie, piatră de moară, piatra abraziva
ακόνι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brus, brusni kamen
ακόνι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
brus, brús, brúsenie, brus Do, bru
Τυχαίες λέξεις