Indbygger στα ελληνικά

Μετάφραση: indbygger, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάτοικος, κεφαλήν, κεφαλή, κάτοικο, κατά κεφαλήν, κατά κεφαλή
Indbygger στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • indbyde στα ελληνικά - προσκαλώ, καλώ, καλέσει, προσκαλούμε, προσκαλούν
  • indbydelse στα ελληνικά - πρόσκληση, πρόσκλησης, δημοπρασία, προκήρυξη, δημοπρασίας
  • indeholde στα ελληνικά - αναχαιτίζω, ενσωματώνω, συμπεριλαμβάνω, περιέχω, περιλαμβάνω, περιέχουν, περιέχει, ...
  • indeks στα ελληνικά - ευρετήριο, δείκτης, Δείκτη, Index, Περιεχόμενα
Τυχαίες λέξεις
Indbygger στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάτοικος, κεφαλήν, κεφαλή, κάτοικο, κατά κεφαλήν, κατά κεφαλή