Κάτοικος στα δανικά
Μετάφραση: κάτοικος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
borger, indbygger, beboer, hjemmehørende, resident, bosiddende, bopæl, bosat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάτοικος
κάτοικος εξωτερικού εφορία, κάτοικοσ πατρών, κάτοικος εξωτερικού κλειδάριθμος, κάτοικος εξωτερικού, κάτοικος της κω, κάτοικος λεξικό γλώσσας δανικά, κάτοικος στα δανικά
Μεταφράσεις
- κάταγμα στα δανικά - knoglebrud, fraktur, brud, brækket, bruddet
- κάτισχνος στα δανικά - mager, bedrøvet, tynd, udtæret, hærget, Haggard, indfalden, ...
- κάτοχος στα δανικά - beboer, ejer, borger, holder, indehaveren, indehaver, holderen, ...
- κάτω στα δανικά - nedad, ned, fastsat, fastsættelse, nede, fastsættelse af
Τυχαίες λέξεις
Κάτοικος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: borger, indbygger, beboer, hjemmehørende, resident, bosiddende, bopæl, bosat
Μεταφράσεις: borger, indbygger, beboer, hjemmehørende, resident, bosiddende, bopæl, bosat