Indsamling στα ελληνικά

Μετάφραση: indsamling, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδρομή, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Indsamling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • indrette στα ελληνικά - προσαρμόζω, διασκευάζω, οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν
  • indrømme στα ελληνικά - διακηρύσσω, εξομολογώ, ομολογώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, ...
  • indsats στα ελληνικά - προσπαθώ, απόπειρα, πασχίζω, δοκιμάζω, εκδικάζω, προσπάθεια, δράση, ...
  • indskrænke στα ελληνικά - αναχαιτίζω, συντομεύω, περιστέλλω, δεμένος, περιορίζω, περιορίζουν, περιορίσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Indsamling στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδρομή, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης