Συνδρομή στα δανικά

Μετάφραση: συνδρομή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
abonnement, indsamling, tegning, abonnementet
Συνδρομή στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδρομή

συνδρομή εβεα, συνδρομή νόμος, συνδρομή μετάφραση στα αγγλικά, συνδρομή holmes place, συνδρομή nova, συνδρομή λεξικό γλώσσας δανικά, συνδρομή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συνδετήρας στα δανικά - klippe, klip, clip, klippet, klips, clips
  • συνδετικός στα δανικά - bindevæv, binde-, forbindende, forbindelsesdelen, connective
  • συνδρομητής στα δανικά - abonnent, abonnenten, abonnentens
  • συνδυάζω στα δανικά - kombinere, kombinerer, kombineres, at kombinere, forene
Τυχαίες λέξεις
Συνδρομή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: abonnement, indsamling, tegning, abonnementet