Indvandring στα ελληνικά
Μετάφραση: indvandring, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετανάστευση, μετανάστευσης, τη μετανάστευση, της μετανάστευσης, μεταναστευτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- indtægt στα ελληνικά - απολαβή, εισόδημα, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
- industri στα ελληνικά - βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδου παραγωγής, κλάδο
- infanteri στα ελληνικά - πεζικό, Πεζικού, Πεζικό, του πεζικού, το πεζικό, Infantry
- infektion στα ελληνικά - λοίμωξη, μόλυνση, μόλυνσης, λοίμωξης, μολύνσεως
Τυχαίες λέξεις
Indvandring στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετανάστευση, μετανάστευσης, τη μετανάστευση, της μετανάστευσης, μεταναστευτική
Μεταφράσεις: μετανάστευση, μετανάστευσης, τη μετανάστευση, της μετανάστευσης, μεταναστευτική