Kendskab στα ελληνικά

Μετάφραση: kendskab, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνώσεις, γνώση, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
Kendskab στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kendelse στα ελληνικά - θέσπισμα, προσταγή, παραγγέλλω, εντολή, παραγγελία, θεσπίζω, διάταγμα, ...
  • kendsgerning στα ελληνικά - γεγονός, γεγονότα, γεγονότων, πραγματικά περιστατικά, τα γεγονότα, περιστατικά
  • keramik στα ελληνικά - κεραμικός, αγγειοπλαστική, κεραμικά, κεραμική, κεραμικών, κεραμικής, τα κεραμικά
  • kerne στα ελληνικά - ουσία, πυρήνας, καρδιά, ψίχα, πυρήνα, βασικές, βασικών, ...
Τυχαίες λέξεις
Kendskab στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνώσεις, γνώση, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης