Lang στα ελληνικά

Μετάφραση: lang, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μακρύς, μεγάλος, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
Lang στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • landskab στα ελληνικά - τοπίο, τοπίου, του τοπίου, το τοπίο, τοπίων
  • landsmand στα ελληνικά - συμπατριώτης, Countryman, τον συμπατριώτη, συμπατριώτη του, Κάντριμαν
  • langsom στα ελληνικά - βραδύς, αργός, αργή, βραδεία, αργό, αργά
  • langsomt στα ελληνικά - σιγά, αργά, σιγά-, βραδέως, αργή
Τυχαίες λέξεις
Lang στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μακρύς, μεγάλος, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς