Λέξη: κρυφοκοιτάζω

Σχετικές λέξεις: κρυφοκοιτάζω

κρυφοκοιτάζω στα αγγλικά, κρυφοκοιτάζω αγγλικά

Συνώνυμα: κρυφοκοιτάζω

τσιτσιρίζω

Μεταφράσεις: κρυφοκοιτάζω

κρυφοκοιτάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
peep, peek, peep into

κρυφοκοιτάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asomar, pío, abierto por delante, peep, del pío

κρυφοκοιτάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lugen, gucken, Piepsen, blicken, Peep

κρυφοκοιτάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
guigner, pépier, piper, regarder, piauler, lorgner, gazouiller, piaulement, Peep, Peep Toe, coup d'œil

κρυφοκοιτάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sbirciare, pigolio, peep, di pigolio, capolino

κρυφοκοιτάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casca, pio, espreitadela, PEEP, de PEEP, espiar

κρυφοκοιτάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tjilpen, kwetteren, piepen, sjilpen, gluren, Peep, blik, kijkje, kik

κρυφοκοιτάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проблеск, выглядывать, появляться, подглядывать, пикнуть, проглядывать, глазок, заглянуть, пищать, заглядывать, заходить, писк, Peep, щель

κρυφοκοιτάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
titte, kikke, peep, kvidre, pipetone, pip

κρυφοκοιτάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kika, pip, peep, titt, pipton

κρυφοκοιτάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pilkahtaa, tiirailla, pilkistää, kurkata, tiirata, kurkistaa, pilkottaa, inahdus, inahtaa

κρυφοκοιτάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pip, peep, titte, titter, skabelsesunivers

κρυφοκοιτάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ceknout, kouknout, pištět, koukat, pokukovat, pípat, típat, nakouknout, PEEP

κρυφοκοιτάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podglądać, piszczeć, pisk, zerknięcie, spojrzenie, zerkać, ćwierkać, zaglądać, podpatrywać, ćwierkanie, podpatrzyć, wyglądnięcie

κρυφοκοιτάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kukucskálás, cincogás, takarékláng, kukkantás, kukucskál, PEEP, a peep

κρυφοκοιτάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dikizlemek, dikiz, cik, görünüvermek, civciv sesi

κρυφοκοιτάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зазирнути, заходити, шпара, зазирати, появлятися, писк

κρυφοκοιτάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vrimë për të përgjuar, përgjoj, çelje, shikim vjedhurazi, zbardhëllen

κρυφοκοιτάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
писукане, надзъртане, писукам, пискам, пискане

κρυφοκοιτάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
піск, віск

κρυφοκοιτάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piiksuma, piiks, niutsuma, piuksuma, piilumine, iitsatama, niuts

κρυφοκοιτάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rupa, pukotina, svjetlucanje, proviriti, zavirivati, zavirivanje, viriti, cijukati

κρυφοκοιτάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
peep

κρυφοκοιτάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dirst, žvilgtelėti paslapčiomis, ciepsėti, cypsėjimas, cieksėti

κρυφοκοιτάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
palūrēt, Peep, Pēps, pīkstiens, lūkošanās

κρυφοκοιτάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ѕиркаат, пискам, ѕиркаат во, РЕЕР, PEEP

κρυφοκοιτάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se uita pe furiș, piuit, aruncătură de ochi, semn de viață, privire furișă

κρυφοκοιτάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
peep, pokukajo, pokukate, pokukat, Pijukanje

κρυφοκοιτάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pípnutí, nakuknúť, nazrieť, sa pekne pozrieť, pekne pozrieť
Τυχαίες λέξεις