Lunge στα ελληνικά

Μετάφραση: lunge, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνεύμονας, πνεύμονα, του πνεύμονα, πνευμόνων, των πνευμόνων
Lunge στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lukke στα ελληνικά - κολλητός, κοντά, αποπνιχτικός, πνιγηρός, στενή, κλείσιμο, στενούς, ...
  • luksus στα ελληνικά - πολυτελής, πολυτέλεια, πολυτελή, πολυτελείας, πολυτελές, πολυτέλειας
  • lunken στα ελληνικά - χλιαρός, χλιαρό, χλιαρή, χλιαρού, χλιαρά
  • lur στα ελληνικά - υπνάκος, χνούδι, υπνάκο, ΕΣΔ, ΝΑΡ, NAP
Τυχαίες λέξεις
Lunge στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνεύμονας, πνεύμονα, του πνεύμονα, πνευμόνων, των πνευμόνων