Nuværende στα ελληνικά

Μετάφραση: nuværende, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρών, παρουσιάζω, δώρο, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
Nuværende στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nummerere στα ελληνικά - αριθμός, απαριθμώ, απαριθμήσει, απαριθμήσω, απαριθμούν, απαριθμηθούν
  • nutid στα ελληνικά - δώρο, παρών, παρουσιάζω, παρόν, παρούσα, παρούσας, παρούσης
  • ny στα ελληνικά - μυθιστόρημα, καινούριος, νέος, καινοφανής, νέα, νέο, νέων, ...
  • nylig στα ελληνικά - πρόσφατα, προσφάτως, τελευταία, πρόσφατη
Τυχαίες λέξεις
Nuværende στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρών, παρουσιάζω, δώρο, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας