Λέξη: διδασκαλία
Σχετικές λέξεις: διδασκαλία
διδασκαλία ώρας, διδασκαλία μαθηματικών στην ειδική αγωγή και εκπαίδευση, διδασκαλία σε ομάδες, διδασκαλία δεύτερης γλώσσας σε ηλεκτρονικά περιβάλλοντα, διδασκαλία και μάθηση, διδασκαλία της νέας ελληνικής ως ξένης γλώσσας, διδασκαλία θεατρικής αγωγής στο δημοτικό σχολείο, διδασκαλία ταο, διδασκαλία και μάθηση στο διαπολιτισμικό σχολείο, διδασκαλία γραμματικής στο δημοτικό, ενισχυτική διδασκαλία
Συνώνυμα: διδασκαλία
διδαχή, κηδεμονία
Μεταφράσεις: διδασκαλία
διδασκαλία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tuition, teaching, instruction, teaching of, teachings, teach
διδασκαλία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enseñanza, docente, la enseñanza, de enseñanza, docencia
διδασκαλία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schulgeld, unterricht, Unterricht, Lehre, Lehren, Unterrichten, Lehr
διδασκαλία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étude, instruction, cours, classe, enseignement, l'enseignement, enseignant, d'enseignement
διδασκαλία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insegnamento, istruzione, l'insegnamento, dell'insegnamento, didattica, di insegnamento
διδασκαλία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ensino, ensinamento, de ensino, o ensino, docente
διδασκαλία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderwijs, leer, het onderwijs, lesgeven, onderwijzen
διδασκαλία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
учеба, учёба, тюльпан, обучение, учение, преподавание, преподавания, обучения
διδασκαλία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
undervisning, undervisningen, undervisnings, lære, undervise
διδασκαλία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
undervisning, undervisningen, undervisnings, lära, undervisa
διδασκαλία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksityisopetus, opetus, opetuksen, opetusta, opetus-, opetukseen
διδασκαλία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
undervisning, undervisningen, lære, undervisnings-, undervise
διδασκαλία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výuka, vyučování, učení, výuky, výuku
διδασκαλία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czesne, nauka, nauczanie, szkolenie, uczenie, nauczania, nauki
διδασκαλία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
oktatás, tanítás, oktatási, tanítási, tanári
διδασκαλία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öğretim, eğitim ve Öğretim, Öğretme, eğitim, Öğretimi
διδασκαλία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
навчання
διδασκαλία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mësim, mësimdhënie, mësimdhënies, mësimi, mësimdhënia
διδασκαλία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обучение, преподаване, преподаването, учение, преподавателски
διδασκαλία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
навучанне, навучаньне
διδασκαλία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koolitus, õpetamine, õpetamise, õpetamist, õppetöö, õpetuse
διδασκαλία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obuka, nastava, učenje, poučavanje, nastavna, nauk
διδασκαλία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kennsla, kennslu, kenna, kenning, Kennsluvefur
διδασκαλία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mokymas, mokymo, mokymą, dėstymas, dėstymo
διδασκαλία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mācīšana, mācību, mācīšanas, mācība, mācības
διδασκαλία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
настава, наставата, учење, наставниот, наставни
διδασκαλία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
învățătură, predare, didactice, de predare, didactic
διδασκαλία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poučevanje, poučevanja, učenje, pouk, učni
διδασκαλία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výučba, výuka, vyučovanie, vzdelávanie
Στατιστικά δημοτικότητας: διδασκαλία
Τυχαίες λέξεις