Λέξη: σωμάτιο
Σχετικές λέξεις: σωμάτιο
σωμάτιο pacini, σωμάτιο barr, ωχρό σωμάτιο, σωμάτιο higgs, πολικό σωμάτιο, σωμάτιο α, σωμάτιο golgi, σωμάτιο του θεού, καρωτιδικό σωμάτιο, σωμάτιο β
Συνώνυμα: σωμάτιο
μόριο, αιμοσφαίριο, σωματίδιο
Μεταφράσεις: σωμάτιο
σωμάτιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
corpuscle, particle, luteum, Golgi, a particle
σωμάτιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corpúsculo, corpúsculo de, el corpúsculo, corpúsculos, glóbulo
σωμάτιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
atom, Korpuskel, Körperchen, corpuscle, Blutkörperchen
σωμάτιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
particule, globule, corpuscule, corps, globules, corpuscules, corpuscule de
σωμάτιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corpuscolo, globulo, corpuscle, corpuscolo di, il corpuscolo
σωμάτιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corpúsculo, corpuscle, corpúsculos, corpúsculo de, do corpúsculo
σωμάτιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pilletje, lichaampje, corpuscle, bloedlichaampjes, deeltje
σωμάτιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
частица, тельце, электрон, корпускула, корпускулярно, корпускулы
σωμάτιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blodlegeme, corpuscle, legeme
σωμάτιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blodkropp, corpuscle, kroppar
σωμάτιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
verisolu, corpuscle, hiukkanen, solu, hiukkasiin
σωμάτιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
partikel, korpuskel, corpuscle, blodlegemer, blodlegeme
σωμάτιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
částice, tělísko, krvinka, krvinky
σωμάτιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krwinka, ciałko, cząsteczka, drobina, corpuscle
σωμάτιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korpuszkula, testecske, részecske, molekula
σωμάτιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zerre, corpuscle, kan yuvarı, korpuskül, Cisimciğe
σωμάτιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тільці, корпускула, електрон, тільце, частка
σωμάτιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rruazë e gjakut, grimcë
σωμάτιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
частица, телце, корпускула, кръвно телце, частицата
σωμάτιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цельца, цялі, цяляці, тельце, цельцы
σωμάτιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korpuskul, osake, verelible, Hiukkanen, korpuskulaargeneetikat, Raku, Keränen
σωμάτιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
atom, elektron, najsitnija čestica, najsitniji, najsitniji dio
σωμάτιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
corpuscle
σωμάτιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dalelytė, Dalelė, Kūnas, ķermenītis, Korpuskula
σωμάτιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kripatiņa, daļiņa, korpuskula, ķermenītis, atoms
σωμάτιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
корпускуларен
σωμάτιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
particulă, corpuscul, corpuscle, corpusculului, atom, electron
σωμάτιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
corpuscle
σωμάτιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krvinka, teliesko, teleso, telieska