Ophold στα ελληνικά
Μετάφραση: ophold, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- opgave στα ελληνικά - δουλειά, καθήκον, αγγαρεία, έργο, εργασία, αποστολή, αποστολής
- opgivelse στα ελληνικά - κήρυξη, κατάσταση, δήλωση, εγκατάλειψη, εγκατάλειψης, την εγκατάλειψη, η εγκατάλειψη, ...
- ophøre στα ελληνικά - παύω, κατάπαυση, παύουν, κατάπαυση του, κατάπαυσης του, κατάπαυσης
- opkald στα ελληνικά - δαχτυλίδι, τηλέφωνο, μάτι, κλήση, τηλεφωνώ, δακτυλίδι, κλήσεις, ...
Τυχαίες λέξεις
Ophold στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Μεταφράσεις: μένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει