Original στα ελληνικά

Μετάφραση: original, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτότυπος, γνήσιος, πρωτότυπο, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικού
Original στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • orgasme στα ελληνικά - οργασμός, οργασμό, οργασμού, τον οργασμό, του οργασμού
  • orgie στα ελληνικά - εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, ξεμαύλισμα, μαυλίζω, μαύλισμα, ασωτία, ακολασία, ...
  • orkan στα ελληνικά - τυφώνας, τυφώνα, τον τυφώνα, Ο τυφώνας, τυφώνων
  • orkester στα ελληνικά - ορχήστρα, ορχήστρας, Orchestra, Ορχήστρα της, Ορχήστρα του
Τυχαίες λέξεις
Original στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτότυπος, γνήσιος, πρωτότυπο, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικού