Rør στα ελληνικά

Μετάφραση: rør, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωλήνωση, διοχετεύω, ρείθρο, κανάλι, σωλήνας, πίπα, καλάμι, βαρέλι, αυλός, σωλήνες, σωλήνων, σωληνώσεις, αγωγοί, αγωγών
Rør στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • røg στα ελληνικά - καπνίζω, καπνός, καυσαέριο, καπνοί, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, ...
  • røgelse στα ελληνικά - λιβάνι, θυμίαμα, θυμιάματος, λιβανιού, το θυμίαμα
  • røre στα ελληνικά - σαλεύω, κίνηση, μετακομίζω, κινώ, αφή, επαφή, άγγιγμα, ...
  • sadel στα ελληνικά - σέλλα, σαμάρι, σέλα, σέλας, σέλλας
Τυχαίες λέξεις
Rør στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωλήνωση, διοχετεύω, ρείθρο, κανάλι, σωλήνας, πίπα, καλάμι, βαρέλι, αυλός, σωλήνες, σωλήνων, σωληνώσεις, αγωγοί, αγωγών