Διοχετεύω στα δανικά
Μετάφραση: διοχετεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kanal, rende, rør, dræne, afløb, tømme, drænes, tømmes
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοχετεύω
διοχετεύω στα αγγλικά, διοχετεύω σημασια, διοχετεύω αγγλικά, διοχετεύω συνώνυμο, διοχετεύω λεξικό, διοχετεύω λεξικό γλώσσας δανικά, διοχετεύω στα δανικά
Μεταφράσεις
- διορθώνω στα δανικά - ret, rette, korrekt, rigtig, korrekte, rigtige
- διορισμός στα δανικά - aftale, tid, udnævnelse, udnævnelsen, udpegelse
- διπλανός στα δανικά - siden, næste døren, ved siden, næste dør, ved siden af
- διπλαρώνω στα δανικά - overlapning, overlap, overlapninger, overlapningen, overlapper
Τυχαίες λέξεις
Διοχετεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kanal, rende, rør, dræne, afløb, tømme, drænes, tømmes
Μεταφράσεις: kanal, rende, rør, dræne, afløb, tømme, drænes, tømmes