Selv στα ελληνικά

Μετάφραση: selv, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίσος, ακόμα, ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα και
Selv στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • selleri στα ελληνικά - σέλινο, το σέλινο, σέλινου, ραβδώσεις, με ραβδώσεις
  • selskab στα ελληνικά - εταιρία, θίασος, κοινωνία, παρέα, ομήγυρη, συντροφιά, κόμμα, ...
  • selvbiografi στα ελληνικά - αυτοβιογραφία, την αυτοβιογραφία, αυτοβιογραφίας, αυτοβιογραφία του, η αυτοβιογραφία
  • selvmord στα ελληνικά - αυτοκτονία, αυτοκτονίας, αυτοκτονιών, την αυτοκτονία, αυτοκτονίες
Τυχαίες λέξεις
Selv στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίσος, ακόμα, ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα και