Svær στα ελληνικά

Μετάφραση: svær, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαρύς, εύσαρκος, παχύσαρκος, δύσκολος, σκληρός, τροφαντός, αυστηρός, σοβαρή, σοβαρές, σοβαρά, σοβαρής
Svær στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • svulme στα ελληνικά - φουσκώνω, εξογκώνω, πρήζω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, ...
  • svulst στα ελληνικά - όγκος, όγκου, του όγκου, όγκο, όγκων
  • sværd στα ελληνικά - σπαθί, ξίφος, λεπίδα, σπάθα, σπαθιά, Ξίφη, Swords, ...
  • sværge στα ελληνικά - ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Τυχαίες λέξεις
Svær στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαρύς, εύσαρκος, παχύσαρκος, δύσκολος, σκληρός, τροφαντός, αυστηρός, σοβαρή, σοβαρές, σοβαρά, σοβαρής