Τροφαντός στα δανικά

Μετάφραση: τροφαντός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
korpulent, svær, trofantos
Τροφαντός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφαντός

τροφαντός συνώνυμα, τροφαντός λεξικό γλώσσας δανικά, τροφαντός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τροπόσφαιρα στα δανικά - troposfæren, troposfære, troposfærens, troposfaere, troposfaeren
  • τροφή στα δανικά - næringsstof, mad, føde, næring, fødevarer, maden, fødevaren, ...
  • τροφικός στα δανικά - nærende, næringsværdi, ernæringsmæssige, ernæring, næringsværdien
  • τροφοδοσία στα δανικά - catering, forplejning, catering ved, køkken-, køkkenfaciliteter
Τυχαίες λέξεις
Τροφαντός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: korpulent, svær, trofantos