Undersøge στα ελληνικά

Μετάφραση: undersøge, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξετάζω, εξερευνώ, έρευνα, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν
Undersøge στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • underskrive στα ελληνικά - υπογράφω, σήμα, ταμπέλα, πίνακας, πινακίδα, επιγραφή, σημείο, ...
  • underskud στα ελληνικά - έλλειψη, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του
  • undersøgelse στα ελληνικά - εξερεύνηση, διερεύνηση, διεργασία, εξέταση, ελέγχω, έρευνα, εξέτασης, ...
  • undertiden στα ελληνικά - μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, κάποιες φορές
Τυχαίες λέξεις
Undersøge στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξετάζω, εξερευνώ, έρευνα, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάζει, εξετάσουν, εξετάζουν