Λέξη: όρεξη

Σχετικές λέξεις: όρεξη

όρεξη να χεις λεμεσός, όρεξη να χεις πολίχνη, όρεξη να χεις, όρεξη για ζωή, όρεξη για τίποτα, όρεξη να χεις ασπροπυργος, όρεξη συνώνυμα, όρεξη στην εγκυμοσύνη, όρεξη για διάβασμα, όρεξη να χεις αχαρναι

Συνώνυμα: όρεξη

στομάχι, πέτσα, στόμαχος, ορμή

Μεταφράσεις: όρεξη

όρεξη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appetite, an appetite, zest, desire, mood

όρεξη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ansia, gana, apetito, el apetito, del apetito, apetito de, de apetito

όρεξη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begierde, appetit, Appetit, Lust, den Appetit, Appetits

όρεξη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désir, avidité, convoitise, envie, appétit, l'appétit, d'appétit, de l'appétit, faim

όρεξη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
brama, appetito, l'appetito, dell'appetito, propensione, propensione al

όρεξη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apetite, desfasado, gana, desejo, o apetite, do apetite, de apetite

όρεξη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trek, eetlust, begeerte, graagte, hongerigheid, de eetlust, honger, eetlust te

όρεξη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
склонность, аппетит, желание, охота, аппетита, аппетиты, аппетитом

όρεξη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
begjær, appetitt, appetitten, matlyst

όρεξη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aptit, matlust, aptiten

όρεξη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruokahalu, ruokahalua, ruokahalun, appetite, ruokahaluttomuus

όρεξη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
appetit, appetitten, appetitløshed, lyst

όρεξη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žádostivost, choutka, chuť, touha, chuť k jídlu, chuti k jídlu, apetit, chuti

όρεξη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żądza, apetyt, łaknienie, apetytu, apetyt na, łaknienia, apetytu na

όρεξη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vágy, étvágy, étvágyat, étvágya, az étvágyat, étvágyát

όρεξη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arzu, iştah, istek, iştahı, iştahının, bir iştah, iştahsızlık

όρεξη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мисливство, полювання, схильність, апетит, охота

όρεξη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
oreks, oreksi, oreksit, oreksi i, oreksin

όρεξη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
апетит, апетита, на апетита, на апетит

όρεξη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апетыт

όρεξη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
isu, iha, söögiisu, isutus

όρεξη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nagon, želja, glad, tek, apetit, apetita, apetiti

όρεξη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lyst, matarlyst, lystarleysi, áhugi

όρεξη στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
orexis

όρεξη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apetitas, apetito, apetitą, troškimas

όρεξη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apetīte, ēstgriba, apetīti, ēstgribas, apetītes

όρεξη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
апетитот, апетит, на апетитот

όρεξη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
apetit, apetitului, apetitul, poftei de mâncare, apetitului alimentar

όρεξη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
apetit, tek, apetita, teka

όρεξη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chuť, chuti

Στατιστικά δημοτικότητας: όρεξη

Τυχαίες λέξεις