Λέξη: ομορφιά

Σχετικές λέξεις: ομορφιά

ομορφιά και ευεξία, ομορφιά είναι το σχήμα που δίνει στα πράγματα η αγάπη, ομορφιά συνώνυμα, ομορφιά ψυχής, ομορφιά και υγεία, ομορφιά λεξικό, ομορφιά μου, ομορφιά αποφθέγματα, ομορφιά στα άκρα, ομορφιά γνωμικά, τέλεια ομορφιά, η τέλεια ομορφιά

Συνώνυμα: ομορφιά

καλλονή, τερπνότητα, τερπνότης, ωραιότης, ωραιότητα

Μεταφράσεις: ομορφιά

ομορφιά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
beauty, beauty of, Watches, beautiful

ομορφιά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hermosura, belleza, primor, beldad, la belleza, de belleza, bellezza, beauty

ομορφιά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schöne, schönheit, Schönheit, Schönheits, Beauty, Kosmetik

ομορφιά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
beauté, beau, la beauté, Beauty, Beauté de, Forme

ομορφιά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bellezza, bello, di bellezza, la bellezza, bellezze, beauty

ομορφιά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
beleza, de beleza, a beleza, da beleza, beldade

ομορφιά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stuk, knapheid, schoonheid, schone, fraaiheid, Beauty, Schoonheidsverkiezingen, schoonheidssalon, de schoonheid

ομορφιά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
великолепие, краса, красота, прелесть, красавица, красотка, красоты, красотки, красоту, Салон красоты

ομορφιά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjønnhet, skjønnheten, beauty, skjønnhets, vakre

ομορφιά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skönhet, Skönhets, Beauty, skönheten, Skön

ομορφιά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaunotar, kauneus, kauneutta, kauneuden, beauty, kauneustuotteet

ομορφιά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skønhed, skønheden, smukke, beauty

ομορφιά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kráska, krasavice, krása, růženka, krásy, krásu, beauty

ομορφιά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uroda, piękno, urok, piękność, cudo, krasa, urody, piękna

ομορφιά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szépség, szépsége, szépségét, a szépség, kozmetikai

ομορφιά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güzellik, Beauty, güzelliği, güzellik ürünleri

ομορφιά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
принадність, красуня, красота, врода, краса, Крісто, Красота

ομορφιά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bukuri, bukurinë, bukuria, bukurie, bukurisë

ομορφιά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
красота, красотата, Център за красота, за красота, Beauty

ομορφιά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыгажосць, красота, хараство, прыгажосьць

ομορφιά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ilu, kaunidus, Beauty, Iluteenindus, kohad

ομορφιά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljepotica, ljepota, uljepšavanje, ljepote, ljepotu, kozmetički, beauty

ομορφιά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fegurð, snyrtistofur, Beauty

ομορφιά στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
forma, pulchritudo, venustas

ομορφιά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grožis, Grožio, grožį, sveikata, beauty

ομορφιά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skaistums, daiļums, skaistumkopšanas, skaistuma, beauty, skaistumu

ομορφιά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
убавина, убавината, за убавина, убавини

ομορφιά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frumuseţe, frumusețe, frumusete, frumusețea, frumusetea, de frumusete

ομορφιά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krása, lepota, lepote, beauty, lepoto, lepotni

ομορφιά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kráska, krása, beauty

Στατιστικά δημοτικότητας: ομορφιά

Τυχαίες λέξεις