Vår στα ελληνικά

Μετάφραση: vår, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπηδώ, άνοιξη, εκτινάσσομαι, Vår
Vår στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • våd στα ελληνικά - περιχύω, βρεγμένος, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
  • vågne στα ελληνικά - ξυπνώ, ξεσηκώνω, διεγείρω, ίχνη, ξυπνήσει, ξυπνήσετε, ξυπνήσουν, ...
  • vædde στα ελληνικά - στοιχηματίζω, στοίχημα, στοιχήματος, στοίχημά, ποντάρισμα, όλες τις αποδόσεις
  • vædder στα ελληνικά - εμβολίζω, κριάρι, παίκτης, στοιχηματιστή, παίκτη, bettor, στοιχηματίζοντα
Τυχαίες λέξεις
Vår στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπηδώ, άνοιξη, εκτινάσσομαι, Vår