Vanille στα ελληνικά

Μετάφραση: vanille, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια
Vanille στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vane στα ελληνικά - έξη, συνήθεια, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια
  • vanfør στα ελληνικά - κολοβώνω, ακρωτηριάσουν, ακρωτηριάσει, παραλύσει, να ακρωτηριάσουν
  • vanskelig στα ελληνικά - εύθραυστος, λεπτός, μαλθακός, σκληρός, αδύναμος, φίνος, άβολος, ...
  • vanvid στα ελληνικά - τρέλα, τρέλλα, παραφροσύνη, τρέλας, την τρέλα
Τυχαίες λέξεις
Vanille στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια