Βανίλια στα δανικά

Μετάφραση: βανίλια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vanille, vanilje, vanilla
Βανίλια στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βανίλια

βανίλια σοκολάτα, βανίλια φυσική, βανίλια φρούτο θερμίδες, βανίλια σκόνη, βανίλια κανέλα, βανίλια λεξικό γλώσσας δανικά, βανίλια στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βαμβακερό στα δανικά - bomuld, af bomuld
  • βαμβακερός στα δανικά - bomuld, i bomuld, for bomuld, med bomuld, sig med bomuld
  • βανδαλισμός στα δανικά - vandalisme, hærværk, hær- værk, hærværket
  • βαρέλι στα δανικά - rør, tønde, beholder, cylinderen, løbet, tønden, cylinder
Τυχαίες λέξεις
Βανίλια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vanille, vanilje, vanilla