Λέξη: ιμάντας

Σχετικές λέξεις: ιμάντας

ιμάντας εκκεντροφόρου, ιμάντας poly-v, ιμάντας διαδρόμου, ιμάντας πλυντηρίου, ιμάντας χρονισμού, ιμάντας ρυμούλκησης αυτοκινήτου, ιμάντας χρονισμού τιμές, ιμάντας σαρρή 46 πλατεία ασωμάτων ψυρρή, ιμάντας εκκεντροφόρου αλλαγή, ιμάντας σαρρή 46

Συνώνυμα: ιμάντας

ζώνη, ταινία, λουρί

Μεταφράσεις: ιμάντας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
belt, strap, band, belt is, strap is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pretina, faja, correa, cinturón, cinturón de, la correa, correa de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hieb, schlaufe, gürtel, stoß, anschlag, tiefschlag, streifen, peitschen, zone, gurt, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ceindre, étranglement, zone, strangulation, ruban, bretelle, entourer, bande, épaulette, fouetter, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
correggia, cintura, cintola, cinghia, nastro, cintura di, della cinghia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
correia, estrangule, cintura, esganar, estrangular, cinta, cinto, cinturão, cinto de, faixa
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mep, slag, klop, klap, veeg, klets, zone, tik, gordel, riem, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бретелька, приторачивать, штрипка, пояс, приторочить, накладка, ремень, поясок, ремешок, лямка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
belte, rem, reim, beltet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bälte, zon, rem, bältet, bältes, bandet, remmen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kolkutus, telki, vyöhyke, isku, piestä, viilettää, piiskata, hihna, vyö, remmi, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
livrem, bælte, båndet, bæltet, remmen, selen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pásek, opásat, opasek, pásmo, řemínek, ramínko, zóna, řemen, obkličovat, pás, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rzemień, opasanie, nakładka, pasek, warstwa, ładownica, taśma, strzemiączko, szelka, przymocowywać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sáv, nadrágszíj, szíj, gépszíj, tengeröv, öv, hajtószíj, kapocs, tengerszoros, övet, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
darbe, kuşak, kemer, kayış, kemeri, kayışı, bant
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пояс, ремінь, конвеєр, зав'язка, пасок, бретелька, помочи, Платье, ремень, Блуза
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrip, rripin, rripin e, brez, brezi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пояс, колан, колана, лента, ремък
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пояс, рэмень, рамень, ремень, дзягу, папругу
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rihm, riisk, koba, vöötama, vöönd, riba, vöö, turvavöö, belt, rihma
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
traka, epoleta, šipka, kaiš, naramenica, veza, remen, zona, opasati, traku, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
belti, leðurbelti, Beltið
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
diržas, diržo, juosta, diržų, juostos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sitiens, belziens, trieciens, josta, siksna, pērt, jostas, jostu, belt, drošības josta
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ременот, појас, ремен, појасот, прицврстувач
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lovitură, biciui, curea, centura, centură, centurii, curelei
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pas, pás, pásek, jermen, trak, belt, pasu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opasok, pás, pásu

Στατιστικά δημοτικότητας: ιμάντας

Τυχαίες λέξεις