Λέξη: κόλαση

Σχετικές λέξεις: κόλαση

κόλαση ενδόθερμη ή εξώθερμη, κόλαση και παράδεισος φιοντόρ ντοστογιέφσκι download, κόλαση του δάντη, κόλαση το ατύχημα της ελένης μενεγάκη πήγε να μπει στο αμάξι και... photo, κόλαση είναι οι άλλοι, κόλαση με τόσο φως δεν το περίμενα, κόλαση η γωγώ τσαμπά πήγε στο μαγαζί που εμφανίζεται η πάολα ανέβηκε στην πίστα και έφερε τον πανικό, κόλαση και παράδεισος φιοντόρ ντοστογιέφσκι, κόλαση και παράδεισος, κόλαση στον αντ1 με το the voice τρέχουν και δεν φτάνουν με αποκάλυψη

Συνώνυμα: κόλαση

γεένα, άδης, καταδίκη

Μεταφράσεις: κόλαση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
damnation, hell, inferno, hell of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
infierno, el infierno, demonios, diablos, del infierno
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
inferno, verurteilung, hölle, verdammung, untergang, Hölle, die Hölle, Teufel, der Hölle, hell
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
damnation, condamnation, enfer, réprobation, pandémonium, perte, l'enfer, diable, enfers, hell
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rovina, malora, inferno, diavolo, all'inferno, l'inferno, dell'inferno
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inferno, hélice, o inferno, diabos, diabo, do inferno
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verderf, hel, ondergang, de hel, hell
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пекло, чёрт, ад, осуждение, освистание, преисподняя, проклятие, притон, гибель, черт возьми, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
helvete, faen, hell, helvetes
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
helvete, hell, helvetet, fan, helvetets
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
manala, kiroaminen, horna, helvetti, tuonela, kadotus, helvettiin, helvetin, helvettiä, helvetissä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
helvede, fanden, helvedes, hell
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zatracení, prokletí, záhuba, odsouzení, peklo, sakra, čertu, to sakra, k čertu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
potępienie, piekło, cholera, cholery, do diabła
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fene, kárhozat, pokol, pokolba, pokolban, a pokol, fenét
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cehennem, cehenneme, hell, halt, oluyor
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кубло, прокляття, пекло, стрімко, навально, ад, АТ, артеріального тиску, пекла
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ferri, ferr, dreqin, Xhehennemi, Xhehennemit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ад, ада, дяволите, пъкъла, по дяволите
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пекла
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põrgu, hukatus, needus, needmine, kurat, põrgusse, kuradit, hell
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pakleni, pakao, dovraga, vraga
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
helvíti, fjandanum, helvítis, fjandinn, fjandann
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pragaras, velnių, hell, pragarą, po velnių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
elle, ellē, elli, hell, velna
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пеколот, по ѓаволите, пекол, ѓаволите
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iad, iadului, iadul, dracu, naiba
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
peklo, hell, pekel, hudiča, vraga, za vraga
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
peklo

Στατιστικά δημοτικότητας: κόλαση

Τυχαίες λέξεις